Ξαφνικός πόνος.
Τα μάτια μου σ' αντίκρισαν έτσι όπως δεν ήθελαν να σε αντικρίσουν ποτέ.
Μόνο, πληγωμένο, να κείτεσαι στο πάτωμα και κραυγές πόνου να συνοδεύουν τα δάκρυα σου.
Έτρεξα κοντά σου, σαν άνεμος. Φοβήθηκα.
Ξάπλωσα δίπλα σου και με μανία σου ψιθύρισα πως όλα θα πάνε καλά.
Όλα έπρεπε να πάνε καλά.
Η ζωή γλιστρούσε από τα χείλη σου.
"Όχι!", φώναξα.
Με τράβηξαν πίσω. Προσπάθησαν να με ηρεμήσουν.
Μου είπαν πως δεν πέθανες. Είχαν δίκιο.
Δεν πέθανες.
Άλλαξες.